πλευροκοπώ

πλευροκοπώ
-άω / πλευροκοπῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού τού εχθρού
αρχ.
χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ' ἀνερρήγνυ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κοπώ, σφυρο-κοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλευροκοπώ — πλευροκοπάω / πλευροκοπώ (παρατατ. συνήθως ούσα), πλευροκόπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλευροκοπώ — πλευροκόπησα, πλευροκοπήθηκα, πλευροκοπημένος, χτυπώ στα πλευρά ή από τα πλάγια: Πλευροκόπησαν τον εχθρό με αιφνιδιαστική επίθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • εμπλευρούμαι — ἐμπλευροῡμαι ( όομαι) (Α) επιτίθεμαι στα πλευρά, από τα πλάγια, πλευροκοπώ …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλευροκοπικός — ή, ό, Ν [πλευροκοπώ] στρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευροκόπηση («πλευροκοπικα πυρά») …   Dictionary of Greek

  • πλευροκόπημα — το, Ν [πλευροκοπώ] στρ. η πλευροκόπηση …   Dictionary of Greek

  • πλευροκόπηση — η, Ν [πλευροκοπώ] στρ. η προσβολή τού πλευρού τού εχθρού με πυρά …   Dictionary of Greek

  • πλευροκοπάω — / πλευροκοπώ (παρατατ. συνήθως ούσα), πλευροκόπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”